μυττωτεύω

μυττωτεύω
μυττωτεύω (Α) [μυττωτός]
κόβω σε πολύ μικρά κομμάτια, λειανίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυττωτεύσομεν — μυττωτεύω hash up aor subj act 1st pl (epic) μυττωτεύω hash up fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυττωτεύσωμεν — μυττωτεύω hash up aor subj act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμυττωτεύω — (Α) κοπανίζω κάτι και τό κάνω πολτό σαν τη σκορδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μυττωτεύω «κοπανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • μυττωτεύματα — και μυσσωτεύματα, τὰ (Α) [μυττωτεύω] (κατά τον Ησύχ.) «ἀρτύματα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”